- νυχτώνομαι
- νυχτώνομαι, νυχτώθηκα, νυχτωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
νυχτώνομαι — νυχτώθηκα, νυχτωμένος 1. με πιάνει, με προλαβαίνει η νύχτα: Νυχτωθήκαμε στο δρόμο. 2. ως απρόσ., βλ. νυχτώνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νυκτοβραδιάζομαι — (Μ) με βρίσκει η νύχτα, νυχτώνομαι … Dictionary of Greek
νυχτώνει — νυχτώνει, νύχτωσε (ως απρόσ.) Σημειώσεις: νυχτώνει : σπάνια απαντάται και ως προσωπικό (νυχτώνω) με την έννοια του νυχτώνομαι (→ με βρίσκει η νύχτα) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής